- θερμαστρις
- θερμαστρίς-ίδος ἥ1) кузнечные щипцы Arst.2) «щипцы» (пляска с быстрым скрещиванием ног) Anth.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
θερμαστρίδα — η (Α θέρμαστρις ή θερμαυστρίς ή θερμαστρίς) [θερμάστρα] λαβίδα με την οποία κρατούνται πυρακτωμένα αντικείμενα, τσιμπίδα, μασιά αρχ. 1. κάθε είδος λαβίδας 2. είδος βίαιου χορού κατά τον οποίο αυτός που χόρευε αναπηδούσε διασταυρώνοντας τα πόδια… … Dictionary of Greek
θέρμαστις — και θερμαστίς, ίδος, ἡ (Α) η θερμαστρίδα, η τσιμπίδα για τα κάρβουνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. αντί θέρμαστρις (βλ. θερμαστρίδα)] … Dictionary of Greek
θερμαυστρίζω — ή θερμαστρίζω (Α) χορεύω τον χορό θερμαστρίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμαυστρίς ή θερμαστρίς «είδος χορού»] … Dictionary of Greek
ՋԵՌՈՒՑԻՉ — (ցչի, չաց.) NBH 2 0671 Chronological Sequence: Early classical, 8c ա. θερμαίνων calefaciens. Որ ջեռուցանէ. ջեռուցանօղ. ջերմացուցիչ. *Կիզիչս կամ ջեռուցիչս. ջեռուցիչք անուանին (սերովբէք): Ջեռուցիչ եւ սուրբ եւ գերագոյն եռանդն. Դիոն. երկն.: գ. Կամ գ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)